ἐκτυφλώσῃ

ἐκτυφλώσῃ
ἐκτυφλώσηι , ἐκτύφλωσις
making blind
fem dat sg (epic)
ἐκτυφλόω
make quite blind
aor subj mid 2nd sg
ἐκτυφλόω
make quite blind
aor subj act 3rd sg
ἐκτυφλόω
make quite blind
fut ind mid 2nd sg
ἐκτυφλόω
make quite blind
aor subj mid 2nd sg
ἐκτυφλόω
make quite blind
aor subj act 3rd sg
ἐκτυφλόω
make quite blind
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκτύφλωση — η (AM ἐκτύφλωσις) η στέρηση τής οράσεως νεοελλ. 1. απώλεια τής οράσεως 2. η αναφορικά με κάτι συσκότιση τής αντιλήψεως τής κρίσεως …   Dictionary of Greek

  • εκτύφλωση — η 1. η στέρηση ή η απώλεια της όρασης, το στράβωμα. 2. μτφ., η συσκότιση της αντίληψης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”